παρασχίδα

παρασχίδα
η
σχίζα ξύλου, πελεκούδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρασχίδα — η / παρασχίς, ίδος, ΝΑ συν. στον πληθ. οι (αί) παρασχίδες 1. μικρά κομμάτια ξύλου που αποσχίζονται ή αποκόβονται από μεγαλύτερο κομμάτι, κν. σχίζες, πελεκούδια 2. μτφ. τα δίστιχα αρχ. (για κάταγμα) μικρό θραύσμα που αποσπάστηκε από οστό ή μόλις… …   Dictionary of Greek

  • πελεκούδι — το μικρό κομμάτι ξύλο από το πελέκημα, σχίζα, παρασχίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”